Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Δαρβινική Βιολογία και Νευτώνια Φυσική: Αφηγήσεις έναντι νόμων Γ.Π. Στάμου Τμήμα Βιολογίας, Α.Π.Θ.




Αποφαίνονται ορισμένοι ότι συγκρινόμενη με τη νευτώνια φυσική η βιολογία δεν είναι ώριμη επιστήμη καθόσον στερείται νόμων, αυστηρής τυποποίησης και προβλεπτικής ισχύος. Υποστηρίζουν, αντίθετα, ότι αυτή βρίσκεται στα αρχικά στάδια της πορείας της προς την ωριμότητα. Οι αποφάνσεις αυτού του είδους εδράζονται στη θετικιστική αντίληψη περί επιστημονικής προόδου όπου μια επιστήμη θεωρείται ωριμότερη μιας άλλης ανάλογα με την έκταση κατά την οποία αυτή διαθέτει αυστηρούς τυπικούς νόμους και επομένως, πάντα κατά τους θετικιστές, ισχυρότερη εξηγητική και προβλεπτική δυνατότητα. Και πάλι κατά τους θετικιστές, η επιστήμη της φυσικής συνιστά πρότυπο ωριμότητας στο οποίο όλες οι άλλες πρέπει να μοιάσουν.

Το πρόβλημα με το θετικισμό, που σημειωτέον βρίσκεται σε παρακμή τα τελευταία χρόνια, έγκειται στο γεγονός ότι δεν αντιλαμβάνεται την ασυμβατότητα που υφίσταται ανάμεσα στις επιστήμες και άρα τη ματαιότητα των μεταξύ τους συγκρίσεων. Σε ό,τι ακολουθεί θα περιοριστώ σε συγκρίσεις της βιολογίας - στη δαρβινική της εκδοχή - με τη νευτώνια φυσική και θα προσπαθήσω να δείξω ότι ανάμεσα τους υφίστανται διαφορές και ασυμβατότητες που αναφέρονται τόσο στα δομικά τους στοιχεία, όσο και στις μεταφυσικές και ιδεολογικές τους παραδοχές, εντέλει στα κοσμοείδωλα που σκιαγραφεί η κάθε μια.   

Να αρχίσω με τα δομικά στοιχεία ανατρέχοντας στον Kuhn ο οποίος πριν αρκετά χρόνια, το 1970, χρησιμοποίησε τον όρο ‘επιστημονικό παράδειγμα’ για να περιγράψει ένα σύνολο από πεποιθήσεις, αξίες, νόμους, θεωρίες, αναπαραστάσεις, μεθόδους και τεχνικές, λεξιλόγιο κλπ που μοιράζονται οι επιστήμονες ενός κλάδου και οι οποίοι στο πλαίσιο μιας επιστημονικής περιοχής συγκροτούν διακριτή ομάδα -invisible college είναι ο όρος που χρησιμοποιεί-. Αργότερα, το 1977 οι Darden και Maull καθώς και ο Bechtel το 1986 χρησιμοποίησαν τον όρο ‘επιστημονικό πεδίο’ τη δομή του οποίου κωδικοποιήσαμε με τον Κορφιάτη τo 1994 ως εξής: το κάθε επιστημονικό πεδίο περιλαμβάνει α) ερευνητικό αντικείμενο (για τη βιολογία ο έμβιος κόσμος), β) θεωρητικό πυρήνα (εδώ η νεοδαρβινική κατασκευή), γ) περιφερειακές θεωρητικές κατασκευές, π.χ. η θεωρία αριστοποίησης της τροφοληψίας, δ) δική του μέθοδο διατύπωσης ερωτημάτων και απάντησης σε αυτά, ε) λεξιλόγιο και ερευνητικά εργαλεία που του προσιδιάζουν.

Με βάση τα παραπάνω θα προχωρήσω στην πρώτη μου διαπίστωση, ότι δηλαδή ανάμεσα στη νευτώνια φυσική και τη βιολογία υφίστανται θεμελιακές δομικές αποκλίσεις. Μια απ’ αυτές έχει να κάνει με το ερευνητικό αντικείμενο όπου η φυσική ασχολείται με το ανόργανο σύμπαν και η βιολογία με τον κόσμο της ζωής. Εδώ θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι παρά τις διαφορές στο ερευνητικό αντικείμενο οι δύο επιστήμες μοιράζονται άλλα στοιχεία όπως για παράδειγμα την αναγωγική μεθοδολογία. Η απάντηση σχετικά με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία είναι ότι στο χώρο της βιολογίας, τουλάχιστον στο χώρο της οικολογίας, η διαμάχη περί τον αναγωγισμό και τον ολισμό υπήρξε πάντοτε ψευδοπρόβλημα. Δε θα επιμείνω εδώ, θα πω μονάχα ότι, όπως έχει δειχτεί σε άλλες ευκαιρίες, στην επιστημονική πράξη επικρατούσε πάντοτε ο συμβιβασμός ανάμεσα σε ολιστικά κοσμοείδωλα και αναγωγικές μεθοδολογίες.

Ξεπερνώ στα γρήγορα την ψευδοδιαμάχη ανάμεσα στον αναγωγισμό και τον ολισμό για να εστιάσω στο σύνολο των δομικών στοιχείων που χτίζουν τα επιστημονικά πεδία και να υποστηρίξω ότι είναι αδύνατον δύο πεδία με διαφορετικά στοιχεία, π.χ. διαφορετικά αντικείμενα, να διαθέτουν κοινή μεθοδολογία και το αντίστροφο. Το στηρίζω αυτό στο ότι τα στοιχεία που συγκροτούν ένα επιστημονικό πεδίο, δηλαδή το αντικείμενο, ο θεωρητικός πυρήνας, οι περιφερειακές κατασκευές, τα εργαλεία, το λεξιλόγιο κλπ έχουν πίσω τους ιστορικό συνεξέλιξης. Συνεξελισσόμενα λοιπόν αυτά τα στοιχεία δένονται το ένα με το άλλο και συγκροτούν αδιάσπαστη διαλεκτική ενότητα. Τούτο σημαίνει ότι οι έννοιες και τα εργαλεία, οι μέθοδοι και το γλωσσάρι αλληλοεξαρτώνται και αποκτούν το δικό τους ιδιαίτερο περιεχόμενο στα διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Για παράδειγμα, ο όρος ανταγωνισμός είναι κοινός στη βιολογία και την οικονομία, όμως πέρα από επιφανειακές αναλογίες το νόημα των δύο όρων είναι απολύτως διαφορετικό στα δύο διαφορετικά πεδία. Η έννοια ανταγωνισμός δεν έχει συγκεκριμένο βιολογικό περιεχόμενο πριν ανταμωθεί στο πλαίσιο του πεδίου της βιολογίας με συγκεκριμένο αντικείμενο - τη μελέτη των φαινομένων της ζωής -, το δαρβινικό κοσμοείδωλο, την ειδική μεθοδολογία για τη μελέτη των εξελικτικών φαινομένων, τα πειραματικά εργαλεία και το συγκεκριμένο λεξιλόγιο. 

Υποστηρίζω επιπρόσθετα ότι το κάθε επιστημονικό πεδίο βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση και αλλαγή και ότι μια οποιαδήποτε μεταβολή σε ένα στοιχείο της διαλεκτικής ενότητας π.χ ένας τεχνολογικός νεωτερισμός θα συμπαρασύρει υποχρεωτικά αλλαγές μεγαλύτερου ή μικρότερου εύρους και στα υπόλοιπα στοιχεία, δηλαδή στο θεωρητικό πυρήνα, τα εργαλεία, το λεξιλόγιο κλπ. Καταλήγω λοιπόν ότι στη βάση της διαλεκτικής των πραγμάτων είναι λογικά αδύνατον δύο διαφορετικά επιστημονικά πεδία να έχουν διαφορετικά αντικείμενα αλλά όμοια μεθοδολογία και το αντίστροφο και το ίδιο συμβαίνει με όλα τα δομικά στοιχεία. Και ακόμη ότι αυτές οι διαφορές συνεπάγονται δομικές ασυμβατότητες ανάμεσα στις επιστήμες, εδώ της νευτώνιας φυσικής από τη μια και της δαρβινικής βιολογίας από την άλλη.

Η προβληματική μου τώρα θα στραφεί στο γεγονός ότι, πέρα από τις επιστημονικές πεποιθήσεις, το κάθε επιστημονικό πεδίο χαρακτηρίζεται από πληθώρα φιλοσοφικών, μεταφυσικών και μεθοδολογικών, παραδοχών. Για παράδειγμα, η έρευνα στο χώρο της δυναμικής πληθυσμών προϋποθέτει ομοιογένεια χώρου έτσι ώστε να μην τίθενται φραγμοί στη συνεύρεση των αρσενικών με τα θηλυκά άτομα, στη διαθεσιμότητα τροφικών και λοιπών διαθεσίμων κλπ. Προϋποθέτει ακόμα ομοιογένεια  χρόνου ώστε οι ρυθμοί αναπαραγωγής, αύξησης και θανάτου να παραμένουν σταθεροί στη διάρκεια του χρόνου. Προϋποθέτει, τέλος, και ομοιογένεια του βιολογικού υλικού καθόσον τα άτομα της κάθε ηλικιακής κλάσης θεωρούνται μεταξύ τους όμοια και έτσι γίνεται δυνατός ο υπολογοσμός κατά κεφαλήν ρυθμών γεννητικότητας, οντογένεσης και θνησιμότητας. Μάλιστα, στην πρώτη τους έκδοση τα σχετικά μοντέλα προϋπέθεταν και αποκλειστικά εσωτερική αιτιότητα καθόσον το σύστημα είναι κλειστό οπότε και οι πληθυσμιακές μεταβολές εξηγούνται μονοσήμαντα από το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ο ενδοειδικός ανταγωνισμός.

Κατά κανόνα οι παραδοχές αυτές δεν εκφράζονται ρητά είναι όμως αυτές που μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο τίθενται οι ερωτήσεις, στοιχειοθετούνται τα προβλήματα, διατυπώνονται οι υποθέσεις εργασίας, καταστρώνονται τα πειραματικά σχέδια, ενώ υπερκαθορίζουν και τις ερμηνείες. Για παράδειγμα, ανεξάρτητα με το κατά πόσον αυτό θα εκφραστεί ρητά ή όχι, αν παραδεχθούμε ότι η ισορροπία αποτελεί θεμελιακό χαρακτηριστικό (κατηγόρημα) του κόσμου εκεί έξω τότε μεταξύ άλλων η δυναμική πληθυσμών θα ενδιαφερθεί για το επίπεδο πληθυσμιακής εξισορρόπησης, το χρόνο που θα απαιτηθεί ώστε ο πληθυσμός να φτάσει στην ισορροπία και άλλα παρόμοια. Με βάση την παραπάνω ερωτηματοθεσία το πείραμα θα επιδιώξει, ανάμεσα στα άλλα, να περιγράψει τις συνέπειες της πυκνοεξάρτησης επί των δημογραφικών παραμέτρων, ενώ και οι ερμηνείες θα κινηθούν σε ανάλογο μήκος κύματος. Αν, αντίθετα, η προκείμενη ρητή ή υπόρρητη παραδοχή είναι ότι το πληθυσμιακό μέγεθος μεταβάλλεται συνεχώς υπό την πίεση περιβαλλοντικών διαταραχών τότε μερικές από τις ερωτήσεις θα αφορούν στη στοχαστικότητα που χαρακτηρίζει το μέγεθος, τη διάρκεια και τη συχνότητα των φυσικών διαταραχών, τις συνέπειές τους πάνω στη πληθυσμιακή δημογραφία και ανάλογοι θα είναι οι πειραματικοί σχεδιασμοί καθώς και οι ερμηνείες.

Στη συνηθισμένη περίπτωση όπου οι προκείμενες παραδοχές είτε δεν αναγνωρίζονται είτε δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οδηγούν την ερευνητική πρακτική σε αδιέξοδα. Αυτό συνέβει για παράδειγμα με το οικοσύστημα, και ειδικά με την ιδέα ότι τα όρια του ορίζονται την κάθε φορά ανάλογα με τις ανάγκες της έρευνας. Συγκεκριμένα, εδώ αγνοήθηκε ότι, ασχέτως του αν δηλώνονται ρητά ή όχι, στο θετικιστικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης του βιολογικού ζητήματος ο βιολογικός ρεαλισμός έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που παράγονται εντός μιας ορισμένης μεταφυσικής. Πράγματι, τον καιρό που διατυπωνόταν η έννοια του οικοσυστήματος στο χώρο της βιολογία κυριαρχούσαν ρεαλιστικές αντιλήψεις που όριζαν ότι οι βιολογικές οντότητες υφίστανται αντικειμενικά εκεί έξω και είναι αποτέλεσμα εξέλιξης. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό αυτής της μεταφυσικής είναι ότι η εξέλιξη γίνεται αντιληπτή πάντα σε σχέση με το αβιοτικό και το βιοτικό περιβάλλον (asssoccionalism), αλλιώς τα φαινόμενα δεν έχουν νόημα. Λοιπόν, σχέσεις ανάμεσα σε βιολογικές και φυσικοχημικές οντότητες που υφίστανται πραγματικά εκεί έξω και νοούνται σε μια εξελικτική προοπτική και μάλιστα σε σχέση με ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. 

Με άλλα λόγια ιστορικές διαδικασίες που διαδραματίζονται εντός συγκεκριμένου και αντικειμενικά οριζόμενου χωροχρόνου. Αυτό σημαίνει ότι όταν, για παράδειγμα, μιλάμε στο επίπεδο της γενετικής και της οικολογίας η βιολογική οντότητα ‘πληθυσμός’ οφείλει να οριοθετείται με σαφήνεια στον οικολογικό χώρο και τον οικολογικό χρόνο. Το ίδιο ισχύει και για την οντότητα ‘είδος’ που ορίζεται στο ευρύτερο επίπεδο του χώρου της γεωγραφίας και του χρόνο της μακροεξέλιξης, ή σύμφωνα με το σύγχρονο νεολογισμό στο χώρο και το χρόνο της μακροοικολογίας. Ε λοιπόν, η θετικιστική αναγκαιότητα που απαιτεί ιστορικά συγκεκριμένες οντότητες αγνοήθηκε στην περίπτωση του οικοσυστήματος. Το αποτέλεσμα ήταν η ασυνέπεια ανάμεσα στις μεταφυσικές παραδοχές και την καθημερινή πράξη και για το λόγο αυτό το πλαίσιο διαπραγμάτευσης των ζητημάτων έχασε τη συνοχή του. Στην πράξη, η αδυναμία οριοθέτησης του οικοσυστήματος επέσυρε οξύτατη κριτική και δημιούργησε άλυτες αντινομίες στο χώρο της συστημικής οικολογίας. Μάλιστα, λειτούργησαν τόσο στρεβλωτικά αυτές οι αντινομίες ώστε στη σημερινή ερευνητική πράξη η χρήση του όρου να έχει εγκαταλειφθεί σχεδόν ολοκληρωτικά.

Πέρα από την ανάδειξη της σημασίας που έχουν οι μεταφυσικές και ιδεολογικές προκείμενες για την επιστημονική πράξη, από όλα τα παραπάνω φτάνουμε και σε ένα δεύτερο συμπέρασμα, όπου προϋπόθεση της δαρβινικής βιολογίας είναι η ιστορικότητα των φαινομένων και κατά συνέπεια η ανάγκη για σαφήνεια στο χώρο και το χρόνο. Θα ισχυριστώ στη συνέχεια ότι το γεγονός αυτό καθιστά το ‘ρεαλισμό’ και το ‘συγκεκριμένο’ γνωρίσματα της βιολογικής σκέψης και μάλιστα γνωρίσματα που υπερ-προσδιορίζουν το δαρβινικό κοσμοείδωλο και το διαφοροποιούν από το νευτώνιο. Πράγματι, στο αν-ιστορικό πεδίο της φυσικής όπου κυριαρχούν η απουσία χώρου και η συγχρονία έναντι του βιολογικού χώρου και της διαχρονίας είναι θεμιτό η επιστημονική πρακτική να εμπλέκει φανταστικές οντότητες όπως είναι το ηλεκτρόνιο, το φωτόνιο, ή το νετρίνιο. Οι οντότητες αυτές αποτελούν ιδεατά τεχνουργήματα (artifacts) που δεν έχουν σχέση με τον πραγματικό κόσμο εκεί έξω και χρησιμοποιούνται ως εργαλεία επιστημονικής έρευνας. Χάρη σε αυτές τις οντότητες/εργαλεία οι επιστήμονες κατορθώνουν να διαχειριστούν την επιστημονική παρατήρηση και να μιλήσουν για την ενιαία υλική ουσία των πραγμάτων που υποτίθεται στέκει αναλλοίωτη πίσω από τα φαινόμενα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με εργαλειακού τύπου οντολογία και ουσιοκρατία (essentialism).

Από όσο μπορώ να ξέρω όποτε επιχειρήθηκε να εγκαθιδρυθεί στο χώρο της βιολογίας εργαλειακή οντολογία αυτό οδήγησε σε σοβαρές επιστημονικές κρίσεις. Αντίθετα, η αγωνιώδης αναζήτηση από τους επιστήμονες του κλάδου συγκεκριμένης κάθε φορά υλικής βάσης για το γονίδιο, το είδος, τη βιοκοινότητα, το οικοσύστημα κλπ, που χαρακτηρίζουν τη βιολογική έρευνα, βρίσκεται στον αντίποδα της εργαλειακότητας.

Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι σε αντίθεση με τη νευτώνια ουσιοκρατία, η δαρβινική βιολογία εδράζεται σε ρεαλιστική οντολογική βάση που προβάλλει όχι ουσιοκρατικά αλλά, όπως θα επιχειρήσω να δείξω στη συνέχεια, σχεσιακά (relationist) χαρακτηριστικά και εδώ θα αφιερώσω το υπόλοιπο αυτού του κειμένου. Σχετικά με το ρεαλισμό σημειώνω ότι για τη βιολογία οι οντότητες όπως το γονίδιο, ο οργανισμός, ο πληθυσμός, η βιοκοινότητα υφίστανται πραγματικά εκεί έξω ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις που έχει ο βιολόγος, αλλά και τις έννοιες, τα μοντέλα και τα πειραματικά εργαλεία που χρησιμοποιεί. Με άλλα λόγια η ουσία και οι ιδιότητες αυτών των οντοτήτων είναι ανεξάρτητες από τις πρακτικές που χρησιμοποιεί ο επιστήμονας προκειμένου να τις γνωρίσει. Στην παρατήρηση, ότι και τα μοντέλα είναι υποκειμενικές διανοητικές κατασκευές, η απάντηση είναι ότι αυτά δεν υπέχουν θέση οντότητας αλλά απλού εργαλείου. Όπως δηλώνεται ρητά, οι οντότητες υφίστανται εκεί έξω αντικειμενικά και τα μοντέλα δεν είναι παρά διανοητικές κατασκευές που έλκουν μεν την έμπνευσή τους από την πραγματικότητα, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι η πραγματικότητα, έστω και απλοποιημένη. Χρησιμοποιούνται απλά ως εργαλεία κατά τη διαδικασία παραγωγής γνώσης σχετικά με την πραγματικότητα.

Οι οντολογικές και οι μεθοδολογικές διαφορές που σημείωσα πιο πάνω έχουν συνέπειες και για τις ερωτήσεις που μπορούν να διατυπωθούν στα πλαίσια των δύο διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. Έτσι, η εργαλειακότητα της νευτώνιας φυσικής, ακόμα και στις πιο ήπιες εκδοχές της, θέλει τις θεωρητικές κατασκευές που φιλοτεχνούν οι επιστήμονες για τον κόσμο εκεί έξω (αφηρημένες έννοιες, όπως η δύναμη, η θερμότητα, η βαρύτητα κ.ά, αλλά και θεωρητικές οντότητες, όπως το ηλεκτρόνιο) να αξιολογούνται ανάλογα με τη χρησιμότητά τους και όχι με όρους αλήθειας ή πλάνης. Έτσι, στο πλαίσιο του εργαλειακού λόγου οι θεωρητικές κατασκευές όπως π.χ. το τρισδιάστατο μοντέλο για το γονίδιο, οι τροχιές των ηλεκτρονίων, το νετρίνιο κ.ά δεν είναι τίποτα άλλο από αυθαίρετες επινοήσεις του νου που επιτρέπουν στον επιστήμονα να ερμηνεύσει τα δεδομένα της παρατήρησης, να συγκρίνει και να ομαδοποιήσει παρατηρήσεις και να φτάσει σε προβλέψεις. Σε αυτό το πλαίσιο το οικοσύστημα π.χ. θα πρέπει να θεωρηθεί ως απλό λογισμικό που επιτρέπει να υπολογιστεί, ανάμεσα στα άλλα, ο ρυθμός ανακύκλωσης της βιομάζας. Για τον ίδιο λόγο, ως θεωρητική κατασκευή, η βιοκοινότητα θα έπρεπε να θεωρηθεί απλή μαθηματική μήτρα που επιτρέπει την ενοποίηση των αποτελεσμάτων που δίνουν τα σχετικά μοντέλα δυναμικής πληθυσμών. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να επιμείνω εδώ για να δείξω ότι δεν είναι αυτός ο τρόπος που σκεπτόμαστε στο πλαίσιο του βιολογικού ρεαλισμού. 

Φαντάζομαι ότι έγινε φανερό από τα παραπάνω ότι ο επιστημονικός ρεαλισμός για τον οποίο κάνω εδώ λόγο πηγάζει από την ιστορικότητα που ενέχει ο λόγος της βιολογίας και επομένως από τη σημασία που έχει ο χώρος και ο χρόνος για την ανέλιξη των φαινομένων της ζωής. Εδώ θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι σε αντίθεση με την καθολικότητα  που χαρακτηρίζει τα σχετικά ώριμα επιστημονικά πεδία, όπως εκείνο της νευτώνιας φυσικής (οι φυσικοί νόμοι έχουν καθολική ισχύ ανεξαρτήτως χώρου και χρόνου) η ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού χωροχρονικών ορίων αποτελεί γνώρισμα ανωριμότητας της δικής μας επιστήμης. Θα αντιτείνω από την πλευρά μου ότι στην πραγματικότητα αυτό που αντιπαρατίθεται εδώ είναι από τη μια μεριά η καθολικότητα και η αφαιρετικότητα της νευτώνιας φυσικής, με θεμελιακό αίτημα το ‘είναι’ (από τί είναι φτιαγμένος ο κόσμος εκεί έξω) και από την άλλη η ανάγκη εστίασης στο συγκεκριμένο που απαιτεί η βιολογία με θεμελιακό αίτημα το ‘υπάρχειν’ δηλαδή το πώς λειτουργεί ο έμβιος κόσμος που υπάρχει εκεί έξω. Αυτό όμως καθόλου δεν έχει να κάνει με ωριμότητες και ανωριμότητες. Έχει αντίθετα να κάνει με τα διαφορετικά σύμπαντα που μελετούν η φυσική και η βιολογία. Συγκεκριμένα, το σύμπαν που μελετά ο φυσικός υποτίθεται ότι έχει παντού ενιαία δομή και λειτουργία. Οι ίδιοι νόμοι ισχύουν παντού και πάντα, στη γη και το φεγγάρι, χτες, αύριο αλλά και πριν πενήντα ή μετά εκατό έτη. Για το λόγο αυτό η φυσική νομολογία διαπερνά ολόκληρο το νευτώνιο σύμπαν. Αντίθετα, το δαρβινικό σύμπαν θεωρείται ιεραρχημένο και λειτουργεί πάντα σε αναφορά με ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Έτσι, γίνεται αποδεκτό ότι το κύτταρο έχει διαφορετικές ιδιότητες από τον οργανισμό, αυτός από τον πληθυσμό και ο τελευταίος από τη βιοκοινότητα. Κοντολογίς, η βιολογία αποδέχεται την έννοια της ανάδυσης όπου σε κάθε επίπεδο αναδύονται δομές, σχέσεις και ιδιότητες που στερούνται νοήματος σε κατώτερα επίπεδα. Δέχεται ακόμα ότι αυτά τα νοήματα εμφανίζονται υπό διαφορετικές εκδοχές από τον ένα τόπο στον άλλον καθώς και από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη. Επομένως, αντί επί του καθολικού, η βιολογία επικεντρώνεται επί του συγκεκριμένου και ιδίως επί των συγκεκριμένων σχέσεων των οργανισμών με τα βιοτικά και τα αβιοτικά στοιχεία του περιβάλλοντος.

Μετά από όλα τα παραπάνω είμαι έτοιμος τώρα να προχωρήσω κι ένα βήμα περισσότερο και να αντιπαραθέσω στην ουσιοκρατία της φυσικής με τη σχεσιοκρατία της βιολογίας. Ας δούμε την εύλογη ερώτηση για το πού τελειώνουν τα όρια μιας τροφικής αλυσίδας στο πεδίο. Ε λοιπόν, η απάντηση δεν μπορεί παρά να δοθεί με όρους βιολογικών λειτουργιών δηλαδή με κριτήρια σχεσιακά. Τότε τα χωρικά όρια της τροφικής αλυσίδας εξισώνονται με το χώρο όπου αυτές οι διαδικασίες ολοκληρώνονται. Αν ορισθούν με αυτόν τον τρόπο, τα όρια αλλάζουν από τη μια περιοχή στην άλλη, αλλά και από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη. Και να προσθέσω και κάτι ακόμα πιο ριζοσπαστικό: μιλώντας για απροσδιοριστία και σχετικότητα ορίων στο χώρο της βιολογίας αναφερόμαστε μάλλον στους αστάθμητους παράγοντες οι οποίοι έχουν μεγάλη βαρύτητα για τα φαινόμενα της ζωής και μάλιστα τόσο πολύ ώστε η αυξημένη στοχαστικότητα να αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα του βιολογικού χώρου και του βιολογικού χρόνου. Κοντολογίς, τα φαινόμενα αποκτούν ακέραιο το βιολογικό τους νόημα στις σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της καθημερινής βιολογικής πράξης πράγμα που με κάνει να αποτολμήσω τον αφορισμό ότι πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα η βιολογία είναι επιστήμη της πράξης και του συγκεκριμένου, σε αντίθεση με τη νευτώνια φυσική που είναι η επιστήμη του ιδεατού και του αφηρημένου. Δεν υφίστανται a priori καθολικά βιολογικά νοήματα, αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά ανάλογα με τις σχέσεις που οικοδομούνται στο πλαίσιο των εκάστοτε οικολογικών σχηματισμών. Το DNA της βιολογίας δεν είναι ένα χημικό μόριο γενικώς. Σε αντίθεση με το χημικό, το βιολογικό DNA δε γίνεται αντιληπτό ως καθολική ουσία. Αυτό αποκτά το βιολογικό του νόημα με βάση το ρόλο που διαδραματίζει στην καθημερινή πράξη της ζωής και μάλιστα όχι στο εργαστήριο όπως συχνά θεωρούμε αφελώς, αλλά στον πραγματικό βιολογικό κόσμο εκεί έξω.

Με όλα τα παραπάνω θέλησα να στοιχειοθετήσω το δεύτερο ερώτημά μου το οποίο αναφέρεται στα διαφορετικά κοσμοείδωλα, δηλαδή τις διαφορετικές ιδέες και τις διαφορετικές μεταφυσικές παραδοχές μέσω των οποίων προσλαμβάνονται το φυσικό και το βιολογικό σύμπαν. Θα πάω και λίγο παραπέρα για να υποστηρίξω ότι σήμερα που ανθίζουν γύρω μας οι ιδέες του εποικοδομητισμού (constructionism) μπορούμε να περιγράψουμε την εικόνα που πάντα ίσχυε στο χώρο μας, αλλά λόγω της κυριαρχίας του θετικισμού έφτανε ως εμάς παραμορφωμένη. Πρόκειται για το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη νευτώνια φυσική, το κοσμοείδωλο της βιολογίας ιχνογραφήθηκε στη βάση σχεσιακών αντιλήψεων με το εστιακό σημείο να μην ανήκει στις οντότητες καθεαυτές αλλά στις σχέσεις που αναπτύσσουν οι οντότητες με τα στοιχεία του βιοτικού και του αβιοτικού περιβάλλοντος και μάλιστα υπό καθεστώς αυξημένης στοχαστικότητας. Έτσι οι οντότητες ορίζονται ως σχέσεις μάλλον παρά ως ουσία. Σήμερα μιλάμε πια για σχεσιακές και όχι ουσιοκρατικές λογικές που δέχονται ότι ο φυσικός χωροχρόνος δεν έχει καν βιολογικό νόημα αφού τα όρια του φτάνουν μέχρι εκεί που εξαντλούνται οι σχέσεις και παύουν να λειτουργούν οι μηχανισμοί. Θα το διατυπώσω ως κατακλείδα δεν θα επεκταθώ όμως: είμαι της γνώμης ότι ο κριτικός ρεαλισμός με την έμφαση να πέφτει στις σχέσεις και στους μηχανισμούς που υπόκεινται των φαινομένων αποτελεί μια καλή βάση ώστε να περιγραφεί το κοσμοείδωλο της σύγχρονης βιολογίας. 

Το τελικό μου συμπέρασμα είναι ότι η καθολικότητα και η ουσιοκρατία πραγματώνονται στο πεδίο της φυσικής μέσω νόμων. Αντίθετα, η ιστορικότητα και η σχεσιοκρατία πραγματώνονται στο πεδίο της βιολογίας μέσω ιστορικών αφηγήσεων. Νόμοι έναντι αφηγήσεων λοιπόν και εδώ ανακύπτει το ακροτελεύτιο ερώτημα αυτού του κειμένου: διαθέτει η βιολογία προβλεπτική ισχύ συγκρίσιμη με εκείνη της φυσικής που αποτελεί έναν ακόμα λόγο αναγόρευσής της σε επιστήμη πρότυπο; Και εδώ η απάντηση είναι ότι η νομολογία από τη μια μεριά και η αφηγηματικότητα από την άλλη επιβάλλουν διαφορετικούς τύπους προβλέψεων. Πράγματι, οι προβλέψεις που επιχειρεί η βιολογία είναι διαφορετικές και άρα μη συγκρίσιμες με εκείνες της φυσικής. Στην πράξη, με βάση το ιστορικό του βιολογικού συστήματος, τον εκτιμούμενο βαθμό στοχαστικότητας των φαινομένων καθώς και το ποιές παράμετροι υπολογίζεται ότι θα επηρεαστούν, η αφήγηση του βιολόγου θα περιγράψει ένα σύνολο από εναλλακτικά μεν πλην πεπερασμένα μονοπάτια που θα ακολουθήσει το σύστημα στο μέλλον. Το τελικό προϊόν της πρόβλεψης θα είναι ένας τόπος σημείων όπου θα απεικονίζονται οι πιθανές μια-δυο-τρεις καταστάσεις στις οποίες την κάθε στιγμή μπορεί να βρεθεί το σύστημα. Προδήλως, η μέθοδος της βιολογίας είναι ιστορικοερμηνευτική και αποσκοπεί στην εκ των υστέρων ερμηνεία και όχι στην εκ των προτέρων πρόβλεψη. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος μεθοδολογικής αυτή τη φορά ασυμβατότητας ανάμεσα στη δαρβινική βιολογία και τη νευτώνια φυσική. 


http://www.pev.gr/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου