Γράφει η Τόμπρα Χαρά-Ιφιγένεια,Ψυχολόγος στο ΤΕΙ Αθήνας, ΜΑ Εγκληματολογίας
Η παιδική κακοποίηση που συμβαίνει μέσα στην οικογένεια δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης ευαισθητοποίησης που διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια για τα δικαιώματα των παιδιών, έχει αναδειχθεί σε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, που μας αφορά όλους. Στην περίπτωση της ενδοοικογενειακής παιδικής κακοποίησης, δράστες μπορεί να είναι οι γονείς, τα αδέλφια ή άλλοι στενοί συγγενείς, ενώ μπορεί αυτή να συμβαίνει με διάφορες μορφές, που συνυπάρχουν ή όχι. Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (1999), «η κακοποίηση ή κακομεταχείριση του παιδιού περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής ή συναισθηματικής κακής μεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραμέλησης ή παραμελημένης θεραπευτικής αντιμετώπισης ή εκμετάλλευσης για εμπορικούς σκοπούς, η οποία καταλήγει σε συγκεκριμένη ή εν δυνάμει βλάβη που αφορά στη ζωή και στην ανάπτυξη του παιδιού, στο πλαίσιο μιας σχέσης ευθύνης, εμπιστοσύνης και δύναμης».
Ειδικότερα: 1. Η σωματική κακοποίηση
Ως σωματική κακοποίηση έχει οριστεί η σκόπιμη χρήση σωματικής βίας κατά του παιδιού, που έχει ως αποτέλεσμα, ή έχει μεγάλη πιθανότητα να έχει ως αποτέλεσμα, βλάβη στην υγεία του παιδιού, την επιβίωση, την ανάπτυξη ή την αξιοπρέπειά του. Αυτή περιλαμβάνει τις εξής ενέργειες: χτύπημα, ξυλοδαρμό, κλωτσιές, ταρακούνημα, δάγκωμα, στραγγαλισμό, κάψιμο, δηλητηρίαση και πρόκληση ασφυξίας. Μεγάλο μέρος της σωματικής βίας σε βάρος των παιδιών επιβάλλεται μέσω της τιμωρίας και λαμβάνει χώρα στο σπίτι.
2. Η σεξουαλική κακοποίηση
Ως σεξουαλική κακοποίηση έχει οριστεί η συμμετοχή του παιδιού σε σεξουαλική δραστηριότητα, την οποία δεν κατανοεί πλήρως, για την οποία δεν είναι σε θέση να δώσει συγκατάθεση... ή δεν είναι αναπτυξιακά ώριμο, ή η οποία παραβιάζει τους νόμους ή τα ταμπού της κοινωνίας. Τα παιδιά μπορεί να υποστούν σεξουαλική κακοποίηση τόσο από ενήλικες όσο και από άλλα παιδιά, που είναι, λόγω της ηλικίας τους ή του σταδίου ανάπτυξής τους, σε θέση ευθύνης, εμπιστοσύνης ή εξουσίας πάνω στο θύμα.
3. Η συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση
Η συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση περιλαμβάνει, τόσο μεμονωμένα περιστατικά, όσο και μία σταθερή απροθυμία από την πλευρά του γονέα ή φροντιστή να παράσχει ένα κατάλληλο και υποστηρικτικό περιβάλλον για την ανάπτυξη του παιδιού. Οι πράξεις αυτής της κατηγορίας, έχουν υψηλή πιθανότητα να βλάψουν τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού, καθώς και τη σωματική, ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του. Η κατάχρηση αυτού του τύπου περιλαμβάνει: τον περιορισμό της κίνησης του παιδιού, συμπεριφορές ταπείνωσης, κατηγοριών, απειλών, τρομοκρατίας, διάκρισης ή εξευτελισμού και άλλες μορφές απόρριψης ή εχθρικής μεταχείρισης. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν μένει μες στα όρια της οικογένειας, αλλά μεταφέρεται και επιδρά σε όλους τους χώρους όπου ζει και κινείται το παιδί, στο σχολείο, στη γειτονιά και τελικά στην ευρύτερη κοινωνία. Επομένως, είναι ένα θέμα που απασχολεί ή θα έπρεπε να απασχολεί τους πάντες, καθώς αφορά την κοινωνία στο σύνολό της.
Ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει η συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο, καθώς εκεί περνά πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου του καθημερινά, και, μάλιστα, συχνά έχει μεγαλύτερη επαφή με τους δασκάλους του, παρά με τους γονείς του. Στο χώρο του σχολείου μπορούμε, με την πολύτιμη βοήθεια των εκπαιδευτικών, να παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά των παιδιών, να ανιχνεύσουμε εάν κάποιο υφίσταται κακοποίηση, και φυσικά να παρέμβουμε, τόσο για να αντιμετωπίσουμε συγκεκριμένα περιστατικά, όσο και προληπτικά, παρέχοντας ενημέρωση στους γονείς, τους δασκάλους αλλά και τα ίδια τα παιδιά. Το παιδί στο σχολείο αναπαράγει τα πρότυπα συμπεριφοράς και τους ρόλους που έχει μάθει και εσωτερικεύσει από το οικογενειακό του περιβάλλον. Μπορεί να είναι πολύ συνεσταλμένο, εσωστρεφές, και φοβισμένο, να αδυνατεί να ενταχθεί στην ομάδα, ή αντίθετα να εκδηλώνει μια επιθετική συμπεριφορά απέναντι στους δασκάλους και τους συμμαθητές του, μη σεβόμενο τους κανόνες και το όρια που θέτει η σχολική κοινότητα. Αυτές οι συμπεριφορές πρέπει να προβληματίζουν και να διερευνώνται προσεκτικά, καθώς μπορεί να είναι ενδείξεις ότι το παιδί κακοποιείται.
Εδώ ακριβώς είναι που εντοπίζεται η δυνατότητα για το παιδί που μεγαλώνει και αναπτύσσεται μέσα σε ένα δυσλειτουργικό ή/και κακοποιητικό περιβάλλον, να αξιοποιηθεί το σχολείο, κυρίως μέσω του δασκάλου, αλλά όχι μόνο, ως ένα υγιές περιβάλλον, που θα λειτουργήσει αντισταθμιστικά, θα υποστηρίξει το παιδί και θα το βοηθήσει να απελευθερωθεί από μια τραυματική κατάσταση, αναδεικνύοντας, παράλληλα, υγιή πρότυπα σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων και διαχείρισης συγκρούσεων. Ο δάσκαλος είναι ένας πολύ σημαντικός ενήλικος στη ζωή του παιδιού, που, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, συχνά έρχεται σε επαφή με αυτό περισσότερο κι από τον ίδιο του το γονιό. Η καθημερινή του σχέση με το παιδί του δίνει τη δυνατότητα να έρθει κοντά του και να αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του, που θα το κάνει να αισθάνεται ασφάλεια. Επιπλέον, είναι σε θέση να παρατηρεί τη συμπεριφορά και το συναίσθημα του παιδιού, καθώς και ενδεχόμενες αλλαγές σε αυτό, που μπορεί να προκαλούν προβληματισμό και ανησυχία.
Σε αυτή τη βάση, εύλογα αναμένουμε οι δάσκαλοι να είναι σε θέση να ανιχνεύουν ενδείξεις στη συνολική εικόνα και στάση του παιδιού, που ίσως καταδεικνύουν ότι τι παιδί υφίσταται κάποιας μορφής κακοποίηση. Κι από τη στιγμή που θα μπορούν να την εντοπίζουν, εξίσου εύλογο είναι να περιμένουμε με κάποιο τρόπο να γίνεται μια παρέμβαση και να κινητοποιείται ένας ευρύτερος μηχανισμός για την προάσπιση της σωματικής και ψυχικής υγείας του παιδιού. Σε μια πιλοτική έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η επαφή και η συζήτηση με τους δασκάλους που συμμετείχαν, μας έδωσε πολύ χρήσιμες πληροφορίες και μας βοήθησε να σχηματίσουμε μια εικόνα για τις στάσεις των δασκάλων σχετικά με το ζήτημα, για το βαθμό στον οποίο αντιμετωπίζουν περιστατικά κακοποίησης μαθητών και για τον τρόπο με τον οποίο τα διαχειρίζονται συνήθως.
Ωστόσο, τα ευρήματα αυτά δεν μπορούν να γενικευθούν στον ευρύτερο πληθυσμό, καθώς το δείγμα ήταν πολύ μικρό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτικό. Σύμφωνα, λοιπόν με τους ερωτηθέντες δασκάλους, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί και να εντοπίσει μέσα στο σύνολο των μαθητών μιας τάξης τα παιδιά εκείνα, που για κάποιο λόγο προβληματίζουν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους. Μια επιθετική συμπεριφορά ή, αντιθέτως μια συναισθηματική απόσυρση του παιδιού, και βέβαια, αν πρόκειται για σωματική κακοποίηση, κάποια εμφανή σημάδια στο σώμα του παιδιού, είναι κατά κύριο λόγο, τα στοιχεία εκείνα που θα κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στους δασκάλους. Όλοι όσοι συμμετείχαν στην έρευνα είτε είχαν συναντήσει οι ίδιοι, είτε είχαν ακούσει από περιγραφές συναδέλφων τους περιπτώσεις κακοποίησης παιδιών. Το παράδοξο είναι ότι καλούνται να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά αυτά, βασιζόμενοι στο ένστικτο, τις παιδαγωγικές τους γνώσεις και την εμπειρία τους, χωρίς να έχουν λάβει καμία εξειδικευμένη εκπαίδευση.
Όποιες γνώσεις είχε ο καθένας, προέρχονταν είτε από προσωπικά αναγνώσματα, είτε μέσα από την εμπειρία τους. Οργανωμένη ενημέρωση και επιμόρφωση δεν είχε παρασχεθεί σε κανέναν.
Εντυπωσιακή είναι, μάλιστα, η διαπίστωση ότι μόνο ένας δάσκαλος γνώριζε επακριβώς το Ν. 3500/06 για την ενδοοικογενειακή βία, ο οποίος, όχι μόνο δεν αφήνει στη διακριτική τους ευχέρεια, αλλά και υποχρεώνει τους δασκάλους, όταν αντιλαμβάνονται ότι ένα παιδί κακοποιείται, να ενημερώνουν το διευθυντή του σχολείου και να το καταγγέλλουν στις αρμόδιες αρχές.
Στο σχολείο, λοιπόν, παρότι αποκαλύπτονται υποθέσεις κακοποίησης, οι δάσκαλοι καλούνται να τις αντιμετωπίσουν, βασιζόμενοι στο ένστικτο, τις παιδαγωγικές τους γνώσεις και την εμπειρία τους, και να τις χειριστούν με ένα λιγότερο ή περισσότερο παρεμβατικό τρόπο, ως μονάδες, χωρίς ένα ευρύτερο οργανωμένο μηχανισμό, ένα δίκτυο υπηρεσιών και φορέων να τους καθοδηγεί και να τους υποστηρίζει.
Επιπροσθέτως, πολύ συχνά πρέπει να αντιταχθούν και να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τίθενται λόγω μιας κυρίαρχης αντίληψης στην ελληνική κοινωνία, ότι «τα εν οίκω μη εν δήμω», κι ότι γενικά πρέπει να διαφυλάσσεται η ιδιωτικότητα της οικογένειας, καθώς κανείς «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να παρεμβαίνει στα…ξένα σπίτια». Φορείς αυτής της αντίληψης είναι σε κάποιες περιπτώσεις και οι διευθυντές των σχολείων, οι οποίοι συχνά προσπαθούν να «κουκουλώσουν» υποθέσεις κακοποίησης για να μην ακουστεί κάτι για το σχολείο, για να μη θιγεί το καλό του όνομα, για να μην προκληθεί αναστάτωση. Όσο κι αν αυτή η νοοτροπία τείνει να μεταβάλλεται βαθμιαία, ωστόσο, παραμένει για μια βαθιά ριζωμένη σκέψη, η οποία επηρεάζει και τους δασκάλους και εντείνει τους ενδοιασμούς τους και τις αμφιβολίες τους για το αν «πρέπει να ανακατευτούν ή όχι», συντελώντας με τον τρόπο αυτό στη συντήρηση μιας νοσηρής πραγματικότητας.
Βιβλιογραφικές αναφορές Abrahams N., Casey K., Daro D. (1992). Teachers’ knowledge, attitudes and beliefs about child abuse. Child Abuse and Neglect, 16, 229-238. Crenshaw, W., Crenshaw, L. & Lichtenberg, J. (1995). When educators confront child abuse: an analysis of the decision to report. Child Abuse & Neglect, 19(9), 1095-1113 Kenny, M. (2004). Teachers’ attitudes toward and knowledge of child maltreatment. Child Abuse and Neglect, 28, 1311-1319 O’Toole, R., Webster, S. W., O’Toole, A. W. and Lucal, B. (1999) ‘Teachers’ recognition and reporting of child abuse: A factorial survey’. Child Abuse & Neglect 23(11): 1083–101 Walsh K., Farrell A., Bridgstock R. and Schweitzer R. (2006). The contested terrain of teachers detecting and reporting child abuse and neglect. Journal of Early Childhood Research 4: 65 World Health Organization and International Society for Prevention of Child Abuse and Neglect, 2006. Preventing child maltreatment: a guide to taking action and generating evidence. World Health Organization 1999 Report of the Consultation on Child Abuse prevention, 29-31 March 1999. Geneva: WHO, 1999. Document number WHO/HSC/PVI/99.1.
Full text access: http://whqlibdoc.who.int/hq/1999/WHO_HSC_PVI_99.1.pdf healthylifetree
www.hamomilaki.gr